Δαρδανέλια

Δαρδανέλια
(τουρκ. Canakkale Boazi, Τσανάκαλε). Ονομασία που επικράτησε διεθνώς για τον Ελλήσποντο των αρχαίων Ελλήνων, το στενό δηλαδή χωρίζει τη Θράκη από τη Μικρά Ασία. Αυτό το θαλάσσιο στενό που έχει πλάτος από 3 έως 10 χλμ. και βάθος που κυμαίνεται μεταξύ 50 και 90 μ., εκτείνεται με κατεύθυνση ΝΔ προς ΒΑ σε μήκος 70 χλμ. και συνδέει το Αιγαίο πέλαγος με την Προποντίδα (θάλασσα του Μαρμαρά) που, με τη σειρά της, οδηγεί στον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη θάλασσα) με τον Βόσπορο. Τα Δ. έχουν μεγάλη εμπορική σημασία για τις χώρες που βρέχονται από τη Μαύρη θάλασσα και για τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Μεσογείου. Η διαφορετική αλμυρότητα των θαλασσών, τις οποίες ενώνει το στενό, προκαλεί δύο αντίθετα ρεύματα που κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα: το επιφανειακό κινείται από την Προποντίδα προς το Αιγαίο, ενώ το άλλο, του βάθους, με πιο αλμυρό νερό, έχει αντίθετη κατεύθυνση. Από τα λίγα σημαντικά κέντρα τα οποία βρίσκονται πάνω στα Δ. αξιόλογα είναι η Καλλίπολη (τουρκ. Gelibolu), στην ευρωπαϊκή ακτή, και το Τσανάκαλε, στην απέναντι ασιατική ακτή. Στην Καλλίπολη έγιναν στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο αιματηρές μάχες. Τα στενά των Δαρδανελίων, μήκους 70 χλμ., χωρίζουν τη νοτιοανατολική Ευρώπη από τη Μικρά Ασία και συνδέουν την Προποντίδα με το Αιγαίο Πέλαγος. Στη φωτογραφία, άποψη των στενών από την πόλη Τσανάκαλε, που βρίσκεται στην ασιατική ακτή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Δαρδανέλια — τα τα στενά του Ελλησπόντου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γεωργιάδης, Βασίλης — (Δαρδανέλια 1923 – 2002). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες πριν στραφεί στον κινηματογράφο. Απόφοιτος της σχολής Σταυράκου, το 1951 ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθέτη. Η πρώτη του ταινία ήταν Οι άσσοι των γηπέδων (1956).… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Κουντουριώτης, Παύλος — (Ύδρα 1855 – Παλαιό Φάληρο 1935). Ναύαρχος και πολιτικός, πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1924 26, 1926 29). Γιος του Θεόδωρου και εγγονός του Γεωργίου Κουντουριώτη (βλ. λ. Κουντουριώτης, 2.), κατατάχθηκε το 1875 στο Πολεμικό Ναυτικό,… …   Dictionary of Greek

  • Δαρδανία — Τοπωνύμια αρχαίων περιοχών. 1. Επαρχία της Βαλκανικής, ανάμεσα στα όρη Σκάρδο και Όρβηλο, που κατοικήθηκε από τους Δαρδάνους (βλ. λ.) στους ρωμαϊκούς χρόνους. Αρχικά υπαγόταν στη Μοισία και έπειτα στην Ιλλυρία. 2. Χώρα που βρισκόταν ανατολικά της …   Dictionary of Greek

  • Αβέρωφ — Εύδρομο θωρηκτό του ελληνικού ναυτικού, που ναυπηγήθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας τα έτη 1909 11 και αγοράστηκε από την κυβέρνηση Κυρ. Μαυρομιχάλη αντί 22.300.000 δρχ. Για την πληρωμή του ποσού διατέθηκαν περίπου 8.000.000 δρχ. που βρίσκονταν στη… …   Dictionary of Greek

  • Βρατσάνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από τα Ψαρά. 1. Αντώνιος. Όταν οι άντρες του τουρκικού στόλου αποβιβάστηκαν στα Ψαρά και προχωρούσαν προς το Παλαιόκαστρο, όπου είχαν απομείνει λίγοι μαχητές με γυναικόπαιδα, ο Β. άφησε τους Τούρκους να φτάσουν στο… …   Dictionary of Greek

  • Δάρδανοι ή Δαρδανίδες — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας, στην Τρωάδα, γύρω από την Ίδη. Κατά την παράδοση, γενάρχης τους ήταν ο Δάρδανος (βλ. λ.), γιος του Δία και μιας θνητής ονόματι Ηλέκτρα, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Τρωάδα από… …   Dictionary of Greek

  • Καφηρέας — Ακρωτήριο στη νοτιοανατολική ακτή της Εύβοιας, γνωστό και ως Κάβο Ντόρο. Ψηλό και απόκρημνο, αποτελεί απόληξη μιας χερσονησώδους προβολής του όρους Όχη. Η ονομασία Κάβο Ντόρο (χρυσό ακρωτήριο) είναι ιταλική. Προέρχεται, όπως υποστηρίζουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”